- μέτοχος
- -ο (ΑΜ μέτοχος, -ον, Μ θηλ. και μέτοχη) [μετέχω]1. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι ή αυτός που μετέχει σε κάτι, συνεργός, συναυτουργός («καὶ ἐγὼ αὐτῆς τὸ πλεῡν μέτοχός εἰμι», Ηρόδ.)2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο και η μέτοχοςσυνέταιρος σε μια επιχείρησηνεοελλ.(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που έχει στην κυριότητά του ανώνυμη ή ονομαστική μετοχή («συνέλευση τών μετόχων τής Εθνικής Τράπεζας»)μσν.φρ. «μέτοχος λόγου» — αυτός που είναι μορφωμένοςαρχ.1. μέλος συμβουλίου δημόσιων λειτουργών2. ο από κοινού ιδιοκτήτης οικίας3. φρ. «θεῶν μέτοχοι» — οι ημίθεοι.
Dictionary of Greek. 2013.